Τα κάλαντα της Μάνης.
Του Αντ. Ξεπαπαδάκου -
συγγραφέα
(«590 ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ»,
Αδούλωτη Μάνη - 2001)
Ταχιά ταχιά είν' αρχιμηνιά,
ταχιά είν' αρχή τον χρόνου,
αρχή είν' αρχή τα κάλαντα
κι αρχή τον Γεναρίου.
Μέσα κοιμάται αφέντης μας
μαζί με την κυρά μας
και ποιος να μπει και ποιος να βγει
και ποιος να τους ξυπνήσει;
Ξύπνησε, αφέντη, ξύπνησε, να
φάμε και να πιούμε:
-Αφέντη πύργος φαίνεσαι
κι ορθός σαν κυπαρίσσι,
και του ματιού σου η σαϊτιά
πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα
κι αυλές μαρμαρωμένες.
Είπαμε δα τ' αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας:
- Κυρά μαρμαροτράχηλη
και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλλίδα του νερού
και πάχνη από τα χιόνια
Όπου τον έχεις τον υγιό
τον λευκοχαναχάρη,
που λούζεις και χτενίζεις τον
και στο σχολειό τον στέλνεις.
Κι ο δάσκαλος τον έβαλε
να του χαλαναρχείσει
κι εξέπασέ του το κερί
κι έκαψε το χαρτί του
κι έκαψε και τα ρούχα του
τα μορφογαζωμένα
κι ο δάσκαλος τον έδειρε
με το χρυσό βιτσάρι.
Παίρνει τον το παράπονο,
την άκρην άκρη πάει,
στο δρόμο τον συναπαντούν
οι δώδεκα Απόστολοι:
"Έλα να φας, έλα να πιεις,
έλα να τραγουδήσεις" .Η λέξη «κάλαντα» είναι λατινικής προέλευσης. Calendae
σημαίνει «η πρώτη μέρα κάθε μήνα». Σύμφωνα με το εννιάτομο Μέγα Λεξικόν
της Ελληνικής Γλώσσης του Δ. Δημητράκου (το θεωρούμε το πληρέστερο και
γι' αυτό ανατρέχουμε πάντοτε σε αυτό για τους ορισμούς) τα κάλαντα είναι
«ευχετήρια και εγκωμιαστικά ή εορταστικά άσματα αδόμενα υπό παίδων κατά
τας παραμονάς των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των
Θεοφανίων». Ο ρυθμός τους αλλά και η στιχουργική δομή θυμίζουν σε μεγάλο
βαθμό τα δημοτικά τραγούδια. Τα κάλαντα ξεκινούν συνήθως με κάποιον
χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλουν τη γιορτή που πλησιάζει
(Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) και καταλήγουν συνήθως σε ευχές προς
το νοικοκύρη, την νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Ως προς
τις παραλλαγές τους, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα πόσες πολλές συναντά
κανείς, ακόμα και σε διπλανά χωριά. Αυτό δείχνει και τη διάθεση
εμπλουτισμού και διαφοροποίησης κάθε περιοχής με ντόπια γλωσσικά
στοιχεία αλλά και διάθεση να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες συνήθειες και
έθιμα κάθε περιοχής. Η προέλευση του εθίμου πιθανότατα είναι
αρχαιοελληνική καθώς έχουν βρεθεί αρκετά γραπτά που θυμίζουν τα
μετέπειτα και σημερινά κάλαντα. Τα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα πιθανότατα
με κάποιο σκαλιστό ομοίωμα καραβιού ανά χείρας τραγουδούσαν τον ερχομό
του θεού Διονύσου ενώ άλλες φορές κρατούσαν κλαδιά ελιάς στα οποία
έδεναν κλωστές πάνω στις οποίες κρεμούσαν τις προσφορές των οικοδεσποτών
που επισκέπτονταν. Αργότερα, στο Βυζάντιο, το καράβι αντικατέστησαν τα
φαναράκια ενώ κάπου εκεί πρέπει να εμφανίζονται κάποια αυτοσχέδια
κρουστά μουσικά όργανα που συνόδευαν την ως τότε α καπέλα ερμηνεία.
Σταθερά έχουν παραμείνει δύο χαρακτηριστικά. Αφενός το φιλοδώρημα που
προσδοκούσε ο άδων από τον οικοδεσπότη που επισκεπτόταν, αφετέρου τα
καλά λόγια (έπαινοι, παινέματα, ευχές) που περιείχαν τα κάλαντα
προσωποποιημένα προς το νοικοκύρη. Το φιλοδώρημα, αναλόγως της εποχής
κυμάνθηκε από γλυκίσματα (κουραμπιέδες, μελομακάρονα) και καρπούς μέχρι
και μεγάλο χαρτζιλίκι την εποχή της ευφορίας. Οι τραγουδιστές -
οργανοπαίκτες των καλάντων ονομάζονται «καλαντιστές». https://youtu.be/0GAz4VZDBxU?list=PLo6AGeeG9QD6mkP-JhvroM9kUbGl9Eg8z https://youtu.be/kgLfadcAE38